συνδήκτορας

συνδήκτορας
και λόγιος τ. συνδήκτωρ, ο, Ν
τεχνολ. άλλη, λόγια ονομασία τής μέγκενης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δηκτήρ «καθένα από τα δύο σκέλη τανάλιας ή τσιμπίδας». Η λ., στον λόγιο τ. συνδήκτωρ, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνδηκτορίδιο — το, Ν [συνδήκτορας] υποκορ. είδος φορητού συνδήκτορα με μικρό μέγεθος, μικρή μέγκενη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”